- ῥυπαρότητας
- ῥυπαρότηςfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυχμός — αὐχμός, ο και αὐχμή, η (Α) 1. ξηρασία, ανομβρία 2. έλλειψη, απουσία 3. τα αποτελέσματα της ξηρασίας, τραχύτητα 4. (για το ύφος) στεγνότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αυχμός συνδέεται με τα αύος, αύω μέσω ενός επιθηματικού στοιχείου χμ (πρβλ. νεοχμός), κατά… … Dictionary of Greek